-
1 квадрат
квадрат м το τετράγωνο в \квадрате мат. στο τετράγωνο' возвести в \квадрат τετραγωνίζω* * *мτο τετράγωνοв квадра́те — мат. στο τετράγωνο
возвести́ в квадра́т — τετραγωνίζω
-
2 квадрат
-а α.1. τετράγωνο (ισόπλευρο ορθογώνιο). || κάθε αντικείμενο τετράγωνου σχήματος.2. (μαθ.) η τέταρτη δύναμη•возвести в квадрат υψώνω στο τετράγωνο.
εκφρ.в - – θ πολύ μεγάλος•дурак в -е – βλάκας με περικεφαλαία. -
3 возведение
1. стр. η ανέγερση, η οικοδόμηση 2. мат. η ύψωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возведение
-
4 возвести
-еду, -едёшь, παρλθ. χρ. возвел, -ела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. -едший, эр:-ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. παλ. ανεβάζω•возвести на престол ανεβάζω στο θρόνο.
|| υψώνω, σηκώνω•возвести глаза σηκώνω τα μάτια.
2. προάγω, προβιβάζω, κάνω• απονέμω, δίνω βαθμό.3. ανεγείρω•возвести здание ανεγείρω κτίριο.
4. σε συνδυασμό με τα ουσιαστικά: обвинение, клевета, ложь κλπ. στα ελληνικά αποδίδεται με ρ. που έχει τη σημ. του ουσιαστικού:возвести обвинение κατηγορώ•
возвести клевету συκοφαντώ•
возвести ложь ψεύδομαι.
5. μαθ •υψώνω, ανεβάζω•возвести пять в квадрат υψώνω το πέντε στο τετράγωνο.
6. ανάγω•некоторые обычия можно возвести в глубокой древности μερικές συνήθειες μπορεί ν’ αναχθούν στην πολύ μακρινή αρχαιότητα.
εκφρ.возвести на ступень – ανάγω στο βαθμό (ή τη δύναμη).παλ. (γιά μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) ανυψώνομαι. -
5 возведение
-я ουδ.1. ανέγερση•возведение здания ανέγερση κτιρίου.
|| ανύψωση, σήκωμα.2. μτφ. προαγωγή, προβίβαση. || ανέβασμα, αναγωγή.3. μαθ. ύψωση•возведение в квадрат ύψωση στο τετράγωνο.